- καταπίπτοντες
- καταπί̱πτοντες , καταπίπτωfallpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
падатисѧ — ПАДА|ТИСѦ (28), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1. Падать: падают бо сѧ ˫ако листьвие. (πίπτουσι) ФСт XIV/XV, 137б; и домѹ камѧнѹ хотѧщю сѧ пасти, многа ѿ стѣнъ и ѿ верхъ падаю(т)сѧ (προπίπτειν) Пч н. XV (1), 127. 2. Преступать правила, закон; впадать в грех … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κυπερίδες — (cyperaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 70 γένη και 4.000 είδη. Πρόκειται για ποώδη φυτά –συγγενή προς τα αγρωστώδη– τα οποία προτιμούν τις υγρές και τελματώδεις τοποθεσίες, από τη στάθμη της θάλασσας έως τις… … Dictionary of Greek
σημύδα — (βετούλη η λευκή). Δέντρο μέτριων διαστάσεων της οικογένειας των Βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Είδος ψυχρόβιο διαδομένο στην Ευρώπη και στην Ασία, ιδιαίτερα στις βόρειες και ορεινές ζώνες, όπου σχηματίζει δάση μαζί με την οξυά, το πεύκο και άλλα… … Dictionary of Greek
φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… … Dictionary of Greek